- αθιβολιά
- η [αθίβολος]1. το ρίξιμο τού αθίβολου στη θάλασσα2. αυτό που περιέχει ο αθίβολος, όταν ανασύρεται από τη θάλασσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… … Dictionary of Greek